- τσιέμσα
- Χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται στη βιολογία και ιδιαίτερα στη μικροβιολογία για διαφορικές χρώσεις που αποσκοπούν στην επισήμανση με τον χρωματισμό ορισμένων μικροοργανισμών από άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.